- φτωχός
- -ή, -ό / πτωχός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός Α1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον πολλὰ καὶ ἐλθοῦσα μία χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο», ΚΔ)3. (κατ' επέκτ.) επαίτης, ζητιάνος4. (για πράγμ. ή για κατάσταση) ανεπαρκής, ελλιπής (α. «φτωχό λεξιλόγιο» β. «πῶς ἐπιστρέφεται πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεία», ΚΔ)5. αυτός που υστερεί, που μειονεκτεί σε κάτι (α. «τροφή φτωχή σε θρεπτικά συστατικά» β. «[πηγὴ] πτωχὴ νυμφῶν», Ανθ. Παλ.)6. ταπεινός, ταπεινόφρων («μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανών», ΚΔ)νεοελλ.1. (για πράγμ. ή για εκδήλωση) αυτός που δείχνει, που φανερώνει φτώχεια («φτωχό δώρο»)2. φρ. α) «όπου φτωχός κι η μοίρα του» — δηλώνει ότι τους φτωχούς ανθρώπους συνήθως τούς κατατρέχει η ατυχίαβ) «φτωχός Λάζαρος» — λέγεται για κάποιον που είναι πάμπτωχοςγ) «φτωχός γεννιέται» — λέγεται όταν σε μια συντροφιά σταματήσει η συζήτηση, όταν επέλθει σιγή3. παροιμ. α) «βοήθα με, φτωχέ μου, να μη σού μοιάσω» — λέγεται για πλούσιους ανθρώπους που σφετερίζονται τους κόπους τών απόρωνβ) «είναι και φτωχό τ'αρνί, έχει και πλατιά ουρά» — λέγεται για ανθρώπους ανόητους που κομπάζουνγ) «ο πλούσιος έχει τα φλουριά, έχει ο φτωχός τα γλέντια» — δηλώνει ότι οι φτωχοί άνθρωποι είναι πιο ανοιχτόκαρδοι από τους πλούσιους και μπορούν να χαίρονται περισσότερονεοελλ.-μσν.άξιος οίκτου, συμπάθειας, δυστυχής, καημένος (α. «τί τραβάει ο φτωχός!» β. «καὶ τοὺς πτωχοὺς τοὺς μοναχοὺς νὰ διώχῃς ὥσπερ ξένους», Πρόδρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πτωχός έχει σχηματιστεί από τη ρίζα του ρ. πτήσσω «φοβίζω, ζαρώνω, μαζεύομαι» και εμφανίζει ετεροιωμένο το φωνήεν τής δεύτερης συλλαβής και εκφραστική δάσυνση τού ουρανικού ενθήματος -κ-, που απαντά στους τ. τής οικογένειας αυτής (βλ. και λ. πτήσσω). Ο νεοελλ. τ. φτωχός με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -π- στο αντίστοιχο δασύ -φ- (πρβλ. φτερό: πτερόν).ΠΑΡ. πτωχεύω, φτωχικός / πτωχικόςαρχ.πτωχίζω, πτωχίστερος, πτωχώμσν.πτωχείον, πτωχότηςνεοελλ.φτωχαδάκι, φτωχαίνω / πτωχαίνω, φτωχούλης, φτωχούτσικος, φτωχύνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πτωχαλαζών (-όνας)αρχ.πτωχελένη, πτωχόμουσος, πτωχοποιόςαρχ.-μσν.πτωχοπρεπής, πτωχοτροφίαμσν.πτωχογενής, πτωχογνωμοσύνη, πτωχοδεκάδες, πτωχοδοχείον, πτωχοεπισκοπή, πτωχοηγούμενος, πτωχόκομπος, πτωχοκτόνος, πτωχόνοια, πτωχόστολος, πτωχοτρόφος, πτωχοφανήςμσν.- νεοελλ.φτωχολογία(-ιά)νεοελλ.πτωχοκομείο, πτωχοπρόδρομος / φτωχοπρόδρομος, φτωχογειτονιά, φτωχογυναίκα, φτωχοδέρνω, φτωχοκόριτσο, φτωχομάγαζο, φτωχομάνα, φτωχομαχαλάς, φτωχονοικοκύρης, φτωχοπάζαρο, φτωχόπαιδο, φτωχοπερήφανος, φτωχόσπιτο, φτωχοφαμελιά. (Β' συνθετικό) φιλόπτωχοςαρχ.μεγαλόπτωχος, μισόπτωχος, υπέρπτωχος, ψευδόπτωχοςνεοελλ.θεόφτωχος, πάμπτωχος, πεντάφτωχος].
Dictionary of Greek. 2013.